«Αν σου μιλώ με παραμύθια είναι γιατί τ’ ακούς γλυκύτερα.» Γ. Σεφέρης

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Η προπαίδεια του 0

Και αρχίσαμε την προπαίδεια...
Αρχίσαμε από το 0 και παίξαμε, γελάσαμε,προβληματιστήκαμε, βγάλαμε συμπεράσματα.
Διαβάσαμε το παραμύθι του βασιλιά Μίδα και συζητήσαμε για την αληθινή ευτυχία. Από δω το είχαμε, από κει το είχαμε το συμπέρασμα που έβγαλαν τα μικρά μου ήταν πως η αγάπη και όχι ο πλούτος έχουν πραγματική σημασία στη ζωή!
Ύστερα μιμηθήκαμε το μαγικό άγγιγμα του βασιλιά Μίδα και παίξαμε. Ένας έγινε το μηδέν και άλλοι οι αριθμοί από το 1 ως το 10. Το σκανταλιάρικο 0 ακουμπούσε τους αριθμούς και η αξία τους εξαφανιζόταν.




 Όταν τελείωσε ήταν φανερά ευχαριστημένο!


Στη συνέχεια τα πράγματα σοβάρεψαν; γιατί έπρεπε να βάλουμε την προπαίδεια στο χαρτί.




Τέλος επεξεργαστήκαμε το φύλλο εργασίας και... αναμένουμε τη συνέχεια!





Η προπαίδεια του 0 from thalianikaki

                                  Ο βασιλιάς Μίδας 



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς, που τον έλεγαν Μίδα. Ήταν ο πιο πλούσιος βασιλιάς του κόσμου. Ωστόσο δεν ήταν ευχαριστημένος από τα πλούτη του, ήθελε κι άλλα ν’ αποχτήσει.

Όταν βασίλευε ο ήλιος κι έβλεπε χρυσά τα σύννεφα στον ουρανό, έλεγε:

-Αχ, και να ήταν όλα εκείνα τα σύννεφα χρυσάφι και το χρυσάφι να ήταν όλο δικό μου!

Είχε και μια ακριβή θυγατέρα, που την αγαπούσε όσο και το χρυσάφι. Εκείνη όμως αγαπούσε πολύ τα λουλούδια. Κάθε τόσο έφτιανε όμορφα μπουκέτα και τα έφερνε στον πατέρα της. Αλλά εκείνος αναστέναζε βαθιά κι έλεγε:

-Αν ήταν χρυσά τα λουλούδια σου, πόσο όμορφα θα ήταν και πόσο περισσότερο θ’ άξιζαν!

Μια μέρα καθόταν ο Μίδας στη σάλα του παλατιού του και συλλογιζόταν πως θα μεγαλώσει τους θησαυρούς του. Έξαφνα βλέπει στο κατώφλι έναν ξένο, που κοίταζε ολόγυρα με θαυμασμό. Τον άκουσε που έλεγε:

Τι πλούσια και χρυσοστόλιστη σάλα! Κι αυτό ο Δίας θα μπορούσε να καθίσει εδώ μέσα! Ευτυχισμένε βασιλιά, που τίποτα δε σου λείπει!..

-Έχεις λάθος, είπε αναστενάζοντας ο Μίδας. Εκείνο που λαχταρά η καρδιά μου δεν το έχω.

-Και ποιο είναι εκείνο που τόσο λαχταρά η καρδιά σου; ρωτά ο ξένος.

-Θέλω ό,τι πιάνω στα χέρια μου να γίνεται χρυσάφι! αποκρίνεται ο βασιλιάς.

-Δεν πιστεύω να το λες με τα σωστά σου, είπε ο ξένος. Εγώ είμαι ένας από τους θεούς, που πολύ τον έχεις ευχαριστήσει με το φέρσιμό σου. Ήρθα λοιπόν να σο κάμω ό,τι μου γυρέψεις. Πες μου, τι θέλεις από μένα;


-Θέλω ό,τι πιάνω με τα χέρια μου να γίνεται χρυσάφι.

-Ας γίνει το θέλημά σου. Από αύριο το πρωί ό,τι κι αν πιάνεις με τα χέρια σου θα γίνεται χρυσάφι.

Όλη τη νύχτα ο φιλάργυρος βασιλιάς δεν έκλεισε μάτι. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να ξημερώσει, για ν’ αρχίσει το θαύμα αμέσως. Καθετί που θα ’πιανε στα χέρια του θα γινόταν χρυσάφι. Και κάποτε ξημέρωσε.

Τρελός από χαρά κι ανυπομονησία, κατέβηκε στο περιβόλι∙ λουλούδια, κλαριά, λαχανικά, καρποί, ό,τι κι αν άγγιζε ευθύς γινόταν ολόχρυσο.

Από το περιβόλι ο βασιλιάς ανέβηκε στην τραπεζαρία. Σε λίγο μπήκε κι η κόρη του και, καθώς είδε τα λουλούδια χρυσωμένα, είπε:

-Αχ, τι άσχημα λουλούδια! Κι η γλυκιά μυρουδιά τους πάει, χάθηκε!

-Δεν ξέρεις τι λες, μονάχα κάθισε να φάμε, της λέει ο πατέρας της.

Μα πως θα μπορούσε να φάει, αφού το καθετί που έπιανε γινόταν χρυσό; Τότε κατάλαβε το κακό που έπαθε κι άρχισε να φωνάζει:

-Ω, δυστυχία μου! Πώς θα ζήσω τώρα;

-Τι έχεις, πατέρα μου; του λέει τρομαγμένη η θυγατέρα του και τρέχει να τον αγκαλιάσει.

Άπλωσε κι εκείνος τα χέρια του να την αγκαλιάσει. Μα μόλις την άγγιξε, η θυγατέρα του έγινε ολόχρυσο άγαλμα.

Ο Μίδας, καθώς είδε έτσι τη θυγατέρα του, άρχισε να κλαίει και αν φωνάζει.

-Ακριβή μου θυγατέρα, εγώ με την αχορτασιά μου σε σκότωσα. Ας ήταν δυνατό να σε δω πάλι ζωντανή, ν’ ακούσω τη γλυκιά φωνή σου, κι ας γίνω ο πιο φτωχός άνθρωπος του κόσμου.

Τότε παρουσιάζεται πάλι ο ξένος και του λέει:

-Βλέπω πως η καρδιά σου δεν είναι παραδομένη ολόκληρη στο χρυσάφι, αφού τόσο αγαπάς τη θυγατέρα σου. Θαρρώ να πίστεψες τώρα, πως τα πλούτη δεν είναι η μεγαλύτερη ευτυχία στον άνθρωπο. Πήγαινε στο ποτάμι να φέρει νερό και να ραντίσεις όσα πράματα θέλεις να ξαναγίνουν όπως ήταν πρωτύτερα.

Έτρεξε κι έφερε νερό ο βασιλιάς και πρώτα-πρώτα ράντισε τη θυγατέρα του. Αναστήθηκε αμέσως εκείνη. Κατέβηκαν τότε μαζί στο περιβόλι και ράντισαν τα λουλούδια, τα δέντρα, τους καρπούς και το καθετί που είχε αγγίξει με τα χέρια του ο φιλάργυρος βασιλιάς. Όλα ξαναέγιναν όπως ήταν πριν.

Πέρασαν πολλά χρόνια. Ο Μίδας διηγιόταν το πάθημά του στα μικρά εγγονάκια του και τους έλεγε:

-Τα ξανθά σας μαλλιά, παιδάκια μου, αξίζουν περισσότερο κι από το λαμπρότερο χρυσάφι.
Από το Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, 1978

 

1 σχόλιο:

  1. Υπέροχες οι ιδέες σου, Θάλεια! Φέτος είσαι σημαντική πηγή έμπνευσης για πολλές δραστηριότητες στην τάξη μου...: http://14b2.blogspot.gr/2014/02/0.html
    Ευχαριστούμε και καλή συνέχεια!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αφήστε μας το παραμυθοσχόλιό σας!